«Οι σκυλοι του Γαϊαβάτα»
Συγγραφέας• Πιλιπένκο Σεργκέϊ (русск. Пилипенко Сергей)
Μετάφραση του Μπορόντκιν Μιχαήλ (русск. Бородкин Михаил)
υπό την επιμέλεια της Ελένης Μωυσίδου
Αγία Πετρούπολη, 2015
Έρχεται το βράδυ. Είμαι ξαπλωμένος και κοιτάζω το κρυωμένο ουρανό. Πλέουν τα σύννεφα. Σκύβουν ιδιότροπα τις ουρές τους, στρίβουν τους υψηλούς τους λαιμούς, επιστήνουν τις κοιλιές τους, πότε πέφτοντας στη πλευρά, πότε κάνοντας τούμπες. Περνούν ορμητικά, και βλέπω μια αγέλη• τα σύννεφα σχηματίζονται σε κόμβους και διασκορπίζονται χωριστά στα ουράνια χωράφια.
Εγώ ξέρω, που και γιατί ορμούν. Θα σου το πω τώρα. Το είχα διαβάσει.
Κάποτε πολύ καιρό πριν, στην άκρη της γης, ζούσε ένας μεγάλος αρχηγός. Μάθαινε τους ανθρώπους να είναι ιδανικοί• από αυτόν εμείς κληρονομήσαμε ότι κι αν έχουμε μεγαλειώδες και ευγενικό. Όμως όταν είδα τα πρώτα πανιά των λευκών ταξιδιωτών, μάντεψε τη δύσκολη αλλά αναπόφευκτη μοίρα των φυλών του. Καταθλιμμένος, κάλεσε τους σκύλους, λύκους, πουλιά με τα οποία ζούσε ως με ίσιους, και, κάθοντας σ’ ένα μεγάλο κανό, εγκατάλειψε για πάντα της ανθρώπους. Ο Γάϊαβάτα κρύφτηκε της βαθιές σπηλιές και εκεί ανάμεσα στα ζώα του, κοιμήθηκε για πολλά χρόνια. Όταν έρθει η ορισμένη ώρα, θα ξαναγυρίσει στη γη και θα απελευθερώσει της σκλαβωμένους αδερφούς του.
Αλλά μια φορά το χρόνο ο Γαϊαβάτα ξυπνάει για λίγο και πετάει στα βόρεια δάση. Ξεπερνώντας της γκρεμούς που έχουν σκαφτεί από το τσεκούρι πολέμου, μεταξύ των ανθρώπων των διάφορων φυλών. Μαζί του ορμούν και οι πιστοί σκύλοι του που μεταμορφώνονται σε θυελλώδη σύννεφα, πουλιά ή μετατρέπονται σε θορυβώδη φυλλωσιά. Όταν ουρλιάζουν οι λύκοι στα πυκνά δάση, οι Ινδοί καταλαβαίνουν ότι οι λύκοι αυτοί είναι σύνοδοι του μεγάλου αρχηγού.
Μετά από αυτό το τρελό ουράνιο κυνήγι ο Γαϊαβάτα και πάλι διαπιστώνει ότι δεν ήρθε ακόμα η εποχή της απελευθέρωσης• ο αρχηγός επιστρέφει με την αγέλη του της βαθιές και κρυμμένες σπηλιές και ξανακοιμάται, και δεν ξέρει ότι μετά της φθινοπωρινές καταιγίδες έρχεται η λευκή ηρεμία του χειμώνα.
Πολύ σύντομα η αγέλη του Γαϊαβάτα θα τρέξει επάνω από το κεφάλι μου της τη μεριά της μακρινής πατρίδας της, κι θα μου μείνει μόνο να αγναντεύω την αραιά ομίχλη της σκονισμένους δρόμους που όλο και σέρνονται πίσω από της στραβούς προεξοχές των ορών Σαγιάν.
Ο ήλιος καίει κάπου πολύ μακριά πίσω από τον ορίζοντα αλλά ο ουρανός λάμπει ακόμα με ένα μυστικό, βαθύ και μπλε φως. Και ήδη νιώθω ότι σε λίγο μπροστά στο βλέμμα μου θα ανοίξει
| Помогли сайту Реклама Праздники |